- κρηνοβιολογία
- ηβιολ. κλάδος τής βιολογίας - ζωολογίας, ο οποίος ασχολείται με τους οργανισμούς που ζουν στις πηγές, στις κρήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crenobiologie < cren(o)- (< κρήνη) + biologie < bi(o)- (< βίος) + -logic (< λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.